σπάσμα

σπάσμα
το, ΝΜΑ [σπάω / σπώ]
σπασμωδική κίνηση, σύσπαση
νεοελλ.
σύσπαση, σπασμός
μσν.
το σπάσιμο στο ξύλο, ο ξυλοδαρμός («πριν ἂν σε κοπανίσουσιν και μάθουν σε τὸ σπάσμα», Πρόδρ.)
αρχ.
1. διάρρηξη μυϊκών ινών
2. κομμάτι που έχει αποσπαστεί από κάπου, σπάραγμα, θραύσμα
3. φρ. «σπάσμα ξίφους» — λεπίδα ξίφους που έχει αποσπαστεί από τη θήκη, σπαθί ξεθηκαρωμένο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σπάσμα — sprain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπασμάτων — σπάσμα sprain neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάσμασι — σπάσμα sprain neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάσμασιν — σπάσμα sprain neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάσματα — σπάσμα sprain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάσματι — σπάσμα sprain neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάσματος — σπάσμα sprain neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευρόσπασμα — το (ΑΜ νευρόσπασμα) αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο νεοελλ. 1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως 2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σπασμάτιον — τὸ, Α [σπάσμα, ατος] υποκορ. μικρό σπάσμα* …   Dictionary of Greek

  • спазмы — корчи, судороги Спазмодический, судорожный Ср. Spasmus (σπασμός, σπάσμα) корча. Ср. σπάειν, тянуть, терзать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”